- βαρβατιά
- η [βαρβάτος]η βαρβατίλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαρβατιά — η ο γενετήσιος οργασμός, η έντονη σεξουαλική επιθυμία: Γέρασε κι ακόμη τον βασανίζει η βαρβατιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβάτιασμα — το βλ. βαρβατιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβατίλα — η 1.η βαρβατιά. 2. η χαρακτηριστική κακοσμία που προέρχεται από ζώα που βρίσκονται σε περίοδο γενετήσιου οργασμού, μτφ. και για άντρες: Ήταν όλοι άπλυτοι και μύριζε ο στρατώνας από βαρβατίλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)